- σωληνάριον
- σωληνάριονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σωληναρίοις — σωληνάριον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωληναρίου — σωληνάριον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωληναρίων — σωληνάριον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωληναρίῳ — σωληνάριον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωληνάρια — σωληνάριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωληνάριο — το / σωληνάριον, ΝΜΑ, και σωληνάρι και σουληνάρι Ν μικρός σωλήνας νεοελλ. σωληνοειδής θήκη για φάρμακα, κρέμες και αλοιφές μσν. σωληνοειδής, κυλινδρική φαρέτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σωλήν, ῆνος + κατάλ. άριον (πρβλ. θηκ άριον)] … Dictionary of Greek
solinariu — solináriu s.m. – Canal. gr. σωληνάριον (Murnu 51). sec. XVII, înv. Azi solinar, s.m. (par, stîlp, trunchi drept şi rotund; canal, tub, conductă), care apare şi în mr., cf. bg. sulinar ţurţur , sb. sulundar tub . Trimis de blaurb, 02.01.2009.… … Dicționar Român